γλυκύθυμος — γλυκύθυμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευχάριστη διάθεση 2. ευχάριστος («γλυκύθυμος ὕπνος, ἔρως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + θυμος < θυμός «ψυχική διάθεση»] … Dictionary of Greek
γλυκύθυμος — γλυκύθῡμος , γλυκύθυμος sweet of mood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκύθυμον — γλυκύθῡμον , γλυκύθυμος sweet of mood masc/fem acc sg γλυκύθῡμον , γλυκύθυμος sweet of mood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
γλυκυθυμία — η (AM γλυκυθυμία) [γλυκύθυμος] η ροπή τής ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά αρχ. η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια … Dictionary of Greek
γλυκυθυμώ — γλυκυθυμῶ ( έω) (Α) [γλυκύθυμος] είμαι ευχάριστος, προκαλώ ευχάριστη ψυχική διάθεση … Dictionary of Greek
γλυκύνους — γλυκύνους, ουν (Α) ο γλυκύθυμος … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
κυπρογενής — κυπρογενής, ές, θηλ. και κυπρογένεια και αιολ. τ. κυπρογένηα (Α) (ως επίθ. τής Αφροδίτης και τού Γανυμήδη) αυτός που γεννήθηκε στην Κύπρο (α. «ὅτε γλυκύθυμος Ἔρως χἠ Κυπρογένει Ἀφροδίτη», Αριστοφ. β. «Κυπρογενής Κυθέρεια», Ομ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
γλυκύθυμοι — γλυκύθῡμοι , γλυκύθυμος sweet of mood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)