γλυκυθυμος

γλυκυθυμος
    γλυκύθυμος
    γλυκύ-θῡμος
    2
    1) добродушный, кроткий, мягкий, ласковый, благожелательный
    

(ἀνήρ Hom., Plut.)

    2) приятный, нежный
    

(ὕπνος, ἔρως Arph.)

    3) преданный наслаждениям, изнеженный
    

(Ἐπικούρειοι Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γλυκυθυμος" в других словарях:

  • γλυκύθυμος — γλυκύθυμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευχάριστη διάθεση 2. ευχάριστος («γλυκύθυμος ὕπνος, ἔρως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + θυμος < θυμός «ψυχική διάθεση»] …   Dictionary of Greek

  • γλυκύθυμος — γλυκύθῡμος , γλυκύθυμος sweet of mood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκύθυμον — γλυκύθῡμον , γλυκύθυμος sweet of mood masc/fem acc sg γλυκύθῡμον , γλυκύθυμος sweet of mood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκυθυμία — η (AM γλυκυθυμία) [γλυκύθυμος] η ροπή τής ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά αρχ. η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια …   Dictionary of Greek

  • γλυκυθυμώ — γλυκυθυμῶ ( έω) (Α) [γλυκύθυμος] είμαι ευχάριστος, προκαλώ ευχάριστη ψυχική διάθεση …   Dictionary of Greek

  • γλυκύνους — γλυκύνους, ουν (Α) ο γλυκύθυμος …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • κυπρογενής — κυπρογενής, ές, θηλ. και κυπρογένεια και αιολ. τ. κυπρογένηα (Α) (ως επίθ. τής Αφροδίτης και τού Γανυμήδη) αυτός που γεννήθηκε στην Κύπρο (α. «ὅτε γλυκύθυμος Ἔρως χἠ Κυπρογένει Ἀφροδίτη», Αριστοφ. β. «Κυπρογενής Κυθέρεια», Ομ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • γλυκύθυμοι — γλυκύθῡμοι , γλυκύθυμος sweet of mood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»